ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ : «Η ήττα της πολιτικής»


Διαβάστε ένα άρθρο για την διατάραξη των ισορροπιών μεταξύ αγορών και πολιτικής. Πώς οι αγορές νίκησαν τις βραδυκίνητες αντιδράσεις των εθνικών και υπερεθνικών δρώντων

Μανόλης Μαυροζαχαράκης

Η τρέχουσα οικονομική κρίση διατάραξε την ισορροπία μεταξύ των αγορών και της πολιτικής.

Ειδικότερα η ατελείωτη σπέκουλα που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια γύρω από πτωχεύσεις χωρών, εκφράζει την αποτυχία της παγκόσμιας πολιτικής και την ήττα της μπροστά στην δύναμη των αγορών.

Οι αγορές νίκησαν διότι εκμεταλλεύτηκαν με την ταχύτητα, τον συντονισμό και την αποφασιστικότητα που τις διακρίνει τις βραδυκίνητες, κατακερματισμένες, αντιφατικές και διστακτικές αντιδράσεις των εθνικών και υπερεθνικών δρώντων απέναντι στην οικονομική κρίση.

Χωρίς καμία αμφιβολία αγνοήθηκε από τους πολιτικούς ιθύνοντες σε παγκόσμιο και σε εθνικό επίπεδο τόσο την έκταση της οικονομικής κρίσης όσο και την ένταση της. Αυτό συνέβη διότι δεν είχαν συγκροτηθεί οι ενδεδειγμένοι μηχανισμοί  προειδοποίησης ώστε να προβλεφτούν οικονομικές κρίσεις, ούτε υπήρχαν έτοιμα πολιτικά εργαλεία αντιμετώπισης.

Αντίθετα, υπό την έντονη επίδραση της  νεοφιλελεύθερης ευφορίας που επικράτησε από την δεκαετία του 80 και μετά, χαλάρωσε η εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα , επεκτάθηκε με ένταση η απορρύθμιση της αγοράς υποτίθεται για να μπορεί να αυτορυθμίζεται εξασφαλίζοντας τις απαραίτητες ισορροπίες και επετράπη η συσσώρευση υπέρμετρου δημόσιου και ιδιωτικού χρέους.

Αντί όμως να επέλθουν οι εικαζόμενες ισορροπίες στο τρίγωνο «οικονομία-κοινωνία-πολιτική», οι χρηματαγορές αυτονομήθηκαν ανακαλύπτοντας και ακολουθώντας ακόμη πιο προσοδοφόρους τρόπους κερδοσκοπίας.

Επί της ουσίας αποσυνδέθηκαν εντελώς από την πραγματική οικονομία και από τα ρυθμιστικά πεδία της πολιτικής.

Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των εξελίξεων ανέκυψε η αδυναμία των   διακρατικών και υπερεθνικών θεσμών , αλλά και των εθνικών κρατών να καθορίσουν τις εξελίξεις. Απεναντίας, οι εξελίξει καθορίστηκαν από τους λεγόμενους  κερδοσκόπους που οδήγησαν την παγκόσμια οικονομία σχεδόν ανενόχλητα στο χείλος της καταστροφής.

Η πολιτική ως διαδικασία και οι κυβερνήσεις ως αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, αντί να ρυθμίσουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα και να τον θέσουν αποτελεσματικά στην υπηρεσία της πραγματικής οικονομίας, υποτάχτηκαν στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Αντί να φροντίσουν για ένα δίκαιο εισόδημα του κόσμου και μια συνετή αναδιανομή υποβάλλοντας παράλληλα τις χρηματοπιστωτικές αγορές σε έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ελέγχου, ο οποίος θα απαγόρευε κάθε είδους κερδοσκοπίας με ύποπτα παράγωγα και χρηματιστηριακά προϊόντα και θα φορολογούσε αποτελεσματικά τις οικονομικές συναλλαγές στα χρηματιστήρια, τόσο οι  κυβερνήσεις όσο και οι υπερεθνικοί θεσμοί  αρκέστηκαν  στην τιμωρία «δημοσιονομικά απείθαρχων» κρατών.

Σε αντίθεση με την ευφορία εκείνων των πολιτικών και οικονομικών παραγόντων που  χειροκρότησαν τις χρηματοπιστωτικές καινοτομίες των τελευταίων δεκαετιών φαίνεται ωστόσο να επιβεβαιώθηκε ο σκεπτικισμός του Paul Volcker, πρώην προέδρου της αμερικανικής Federal Reserve, που επισήμανε ότι η μόνη πραγματικά χρήσιμη καινοτομία της περασμένης εικοσαετίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα , ήταν η μηχανή ανάληψης μετρητών.

Εν προκειμένω ο Paul Volcker βαθμολογεί τα στελέχη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων κάτω από τη βάση, με μια άνευ προηγουμένου κριτική.

«Για όλους τους ταλαντούχους  συμμετέχοντες, για όλες τις  πλουσιοπάροχες απολαβές τους»,  υποστήριξε  το «νέο αστραφτερό  χρηματοπιστωτικό σύστημα απέτυχε  στο τεστ της αγοράς».          Η εξαφάνιση άλλωστε των πέντε μεγάλων αμερικανικών επενδυτικών τραπεζών, είτε λόγω πτώχευσης είτε λόγω μετατροπής σε εμπορικές τράπεζες, είναι μια ισχυρή απόδειξη ότι η Wall Street απέτυχε στο «τεστ της αγοράς».

Η κριτική συσχετίζεται με κατηγορίες για τους κερδοσκόπους, τα άπληστα στελέχη της Wall Street και την ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς.

Το πιο πρόσφατο αποτέλεσμα της λογικής των αγορών που επικράτησε είναι η επιβολή μιας κατηγορηματικής προτακτικής λιτότητας σε όλη την Γηραιά Ήπειρο, όπως εκφράζεται με τα προγράμματα διάσωσης στην νότια Ευρώπη και στην Ιρλανδία καθώς και με το νεότευκτο δημοσιονομικό σύμφωνο.

Η λογική της «σωτηρίας» έπνιξε στην ύφεση όλη την Ευρώπη ενώ παράλληλα αύξησε την  εισοδηματική και κοινωνική ανισότητα μέσα από την συμπίεση μισθών συντάξεων και κοινωνικών παροχών.

Το όφελος αποκομίζεται από τους εύπορους διεθνής παίκτες των αγορών που κατά κάποιο τρόπο έχουν εγκαθιδρύσει την δική τους παγκόσμια κερδοσκοπική διακυβέρνηση του πλανήτη, η οποία δεν χρειάζεται απολύτως καμία νομιμοποίηση μέσω εκλογών αλλά λειτουργεί με την μοναδική ορθολογική αρχή μεγέθυνσης  του κέρδους και μείωσης του κόστους.

O έγκριτος οικονομολόγος Barry Eichengreen προ πολλού είχε προειδοποιήσει για τρεις σημαντικές πολιτικές προκλήσεις που θα έπρεπε άμεσα να αντιμετωπίσει η Ευρώπη.

Πρώτον πρέπει να αντιμετωπιστεί επειγόντως η κρίση ρευστότητας των τραπεζών για να μην βρεθούν ξαφνικά στο επίκεντρο μιας καταιγίδας. Η αναχρηματοδότηση των τραπεζών κατά την άποψη του μπορεί να γίνει, εάν το ταμείο διάσωσης  EFSF δανείσει τις χώρες που έχουν κεφαλαιακή ανεπάρκεια προς ενίσχυση των τραπεζών τους. Εάν όμως χρειαστούν περαιτέρω κεφάλαια, θα μπορούσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να δημιουργήσει ειδικά εργαλεία αναχρηματοδότησης των τραπεζών μέσα από πόρους του ΔΝΤ αλλά και αντλώντας  κεφάλαια προερχόμενα από  τις ασιατικές κυβερνήσεις ή άλλα εύρωστα ταμεία.

Η δεύτερη σημαντική πρόκληση είναι να υπάρξει επιτέλους ένα πεδίο αναπνοής στην Ελλάδα. Οι Έλληνες πολίτες καταβάλουν κατά την άποψη του μια υπεράνθρωπη προσπάθεια για να σταθεροποιηθούν τα δημοσιονομικά τους και να αναδιαρθρωθεί η οικονομία τους.

Επειδή όμως οι διάφορες κυβερνήσεις αδυνατούσαν  να πιάσουν  τους δημοσιονομικούς τους στόχους, λόγω της τεράστιας εσωτερικής ύφεσης και λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης παρά αποκλειστικά από δικά της λάθη, πρέπει να υπάρξει ένας ορισμένος χρόνος ανοχής.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποτραπεί μια διάθεση ανάσχεσης της παρεχόμενης βοήθειας προς την χώρα λόγω δημοσιονομικής αστοχίας. Ειδάλλως η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε μια άτακτη χρεοκοπία και σε κοινωνικοπολιτικό χάος.

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι ο Eichengreen ανήγαγε πρώτος το ελληνικό πρόβλημα σε κεντρικό ζήτημα προς επίλυση μέσα στην διεθνή πολιτική ατζέντα, προτείνοντας μάλιστα και συγκεκριμένα μέτρα όπως η χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων από τους δανειστές της χώρας και η άμεση έναρξη του λεγόμενου σχεδίου Μάρσαλ για την Ελλάδα.

Η τρίτη πρόκληση είναι η επανεκκίνηση της οικονομικής ανάπτυξης από την οποία τελικά εξαρτάται και η οικονομική και κοινωνική σταθερότητα σε όλη την Ευρώπη. Χωρίς ανάπτυξη τα φορολογικά έσοδα θα παραμείνουν μειωμένα και η ικανότητα ικανοποίησης των χρεών θα συρρικνώνεται. Χωρίς ανάπτυξη τονίζει ο οικονομολόγος η λιτότητα θα καταστεί απολύτως μη ανεκτή.

Με λίγα λόγια ο Εichengreen πρότεινε  ένα διαφορετικό  στίγμα πολιτικής που στον όρο βιωσιμότητα εντάσσει  και τους  ανθρώπους  και όχι μόνο τους αριθμούς. Όπως φαίνεται από τις εξελίξεις ο Εichengreen δικαιώθηκε.

Σε μία όμοια κατεύθυνση ανέπτυξε  τα επιχειρήματα του και ο Γερμανός οικονομολόγος Heiner Flassbeeck, επικεφαλής οικονομολόγος του οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για το παγκόσμιο εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD). Κατά την άποψη του η Ελλάδα έχει κάνει τα πάντα  για να απελευθερωθεί από την κρίση. Είναι όμως αδύνατον μια χώρα να κάνει περιστολές και να εφαρμόζει λιτότητα σε μια περίοδο ύφεσης χωρίς να βλάψει τραγικά την οικονομία της.

Σχολιάζοντας τις αναφορές εκείνων των Γερμανών πολιτικών με ανθελληνικό πνεύμα ο οικονομολόγος αντέτεινε να δοθεί χρόνος στην Ελλάδα για να ανακάμψει και σύστησε στους γερμανούς πολιτικούς απλά να κλείσουν στόμα τους διότι οι δηλώσεις τους προκαλούν  τεράστια ζημιά στην χώρα μας οδηγώντας την σχεδόν στο απόλυτο αδιέξοδο.Όπως δείχνουν οι εξελίξεις και ο Flassbeck δικαιώθηκε.

Ακόμη περισσότερο δικαιώθηκε ο νομπελίστας Stiglitz πιυ από την αρχή της κρίσης ζητούσε την “εξημέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών την εποχή  της λιτότητας”, θεωρώντας ότι τα γεράκια των ελλειμμάτων που εδρεύουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές επιθυμούν τα κράτη να επικεντρωθούν στην αποδιάρθρωση των ελλειμμάτων , μέσα από την μείωση των δαπανών για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών και ως εκ τούτου να τονωθεί η επενδυτική δραστηριότητα.

Ο Stiglitz δεν κουράστηκε να τονίζει ότι την τελευταία φορά που ασκήθηκαν με συνέπεια τέτοιες πολιτικές από τον Hoover, το κράχ του 1929, μετατράπηκε σε παγκόσμια οικονομική κρίση, που αρχικά εκφράστηκε με τον αποπληθωρισμό και στην συνέχεια με την ραγδαία ύφεση.

Μπροστά στα παραπάνω διλήμματα τα οποία εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε σήμερα, η πολιτική δεν έχει καν προσδιορίσει πιο είναι το αντικείμενο της στις νέες συνθήκες και τελικά εάν προτίθεται να υπηρετήσει εκείνους από τους  οποίους εκπορεύεται η εντολή της, δηλαδή τους πολίτες.

Δεν είναι επομένως περίεργο ότι οι πολιτικοί σε όλη την Ευρώπη παίζουν με την φράση « να σώσουμε την Ελλάδα για να ζωθεί η Ευρώπη » χωρίς  όμως να ξεκαθαρίζουν τι ακριβώς θέλουν να σώσουν τελικά.

Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση Ομπάμα έχει  δυσανασχετήσει πολλάκις ειδικά με τους Γερμανούς οι οποίοι για κάποιον λόγο κάνουν τα πάντα για να βαθύνει μη κρίση και κατόπιν εορτής εμφανίζονται θλιμμένοι στηλιτεύοντας την ανικανότητα κάποιων κυβερνήσεων ή την νοοτροπία των λαών.

Μία συγκροτημένη ωστόσο πολιτική πρόταση που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των κρατών και των λαών απουσιάζει.

Το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια σοβαρή τέτοια πρόταση στο τραπέζι αποδεικνύει ότι η ίδια η πολιτική έχει εγκαταλείψει τον συστατικό της χώρο που είναι δημόσιος και ονομάζεται κράτος.

Οι  κυβερνήσεις, εάν θέλουν να προστατεύσουν τον δημόσιο χαρακτήρα της πολιτικής εν δυνάμει, θα πρέπει να φροντίσουν την υπόσταση των λαών τους.

Αυτό γίνεται μόνο μέσω του κράτους.

Ως εκ τούτου οι λαοί της Ευρώπης ενωμένοι θα πρέπει να φροντίσουν με δημοκρατικό τρόπο να παύσουν οι επιθέσεις κατά του κράτους ως οντότητα.

Αυτό μπορεί να γίνει  μέσα από την θέσπιση ενιαίων ευρωομολόγων και την δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Τράπεζας Δημόσιων Ομολόγων, η οποία θα ανταγωνιστεί στην χρηματοδότηση κρατών τις ιδιωτικές τράπεζες, διασφαλίζοντας έτσι την χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών.

Μια στρατηγική του είδους αυτού, θα διασφάλιζε σε μακροπρόθεσμη  βάση την βιωσιμότητα των κρατών αφαιρώντας παράλληλα ουσιαστικά κίνητρα από τους κερδοσκόπους.

Τι γίνεται όμως με την προοδευτική αριστερά συμπεριλαμβανομένης της σοσιαλδημοκρατίας; Θα ταυτιστεί με το άρμα του νεοφιλελευθερισμού ή θα επιστρέψει στις αγκυλώσεις του παρελθόντος;

* Ο Μανόλης Μαυροζαχαράκης είναι ελεύθερος συγγραφέας, με σπουδές σε οικονομικά, κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες, εθνολογία και οικονομική ιστορία.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:

news247.gr